- ξυλουργικῆς
- ξυλουργικόςoffem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
τεκτονικός — ή, ό / τεκτονικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέκτων, ονος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέκτονα, σε ξυλουργό νεοελλ. 1. γεωλ. αυτός που αναφέρεται στη δομή και στις διατάξεις τών πετρωμάτων τού στερεού φλοιού τής γης (α. «τεκτονικός ιστός» β. «τεκτονικός… … Dictionary of Greek
τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… … Dictionary of Greek
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης — Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (Λεωφόρος Στρατού 2, Θεσσαλονίκη) άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό το 1994. Προς το παρόν είναι ανοιχτές οχτώ αίθουσες, καθεμία από τις οποίες αποτελεί μία αυτόνομη έκθεση. Αξίζει να τονιστεί ότι τα περισσότερα… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Χαλκίδας — Το Λαογραφικό Μουσείο Χαλκίδας ιδρύθηκε το 1981, από την Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών σε συνεργασία με το δήμο Χαλκιδέων. Η συλλογή του, η οποία σήμερα αριθμεί περισσότερα από 1.200 εκθέματα, στεγάζεται σε τρεις συνεχόμενες αίθουσες που σώζονται από … Dictionary of Greek
Πεγκού — Πόλη της Βιρμανίας, στις όχθες του ομώνυμου ποταμού. Είναι κέντρο αγροτικής περιοχής με ρυζόμυλους, εργοστάσια ξυλουργικής και βιοτεχνίες παραγωγής μπρούντζινων και πήλινων αγαλμάτων. Η Π. είναι τόπος προσκυνήματος των βουδιστών. Η πόλη αυτή… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek